-
1 αρετή
αρετή η1) добродетель, достоинство, нравственная чистота;ΦΡ.ο δρόμος της αρετής — путь добродетели, доброделания;2) женское имяЭтим.дргр. Этимология неизвестна. В Новом Завете слово употребляется в значении «нравственное совершенство», и в некоторых случаях относится к свойствам Бога:όπως τας αρετάς εξαγγείλητε του εκ σκότους υμάς καλέσαντος εις το θαυμαστόν αυτού φως (1 Πετρ.2, 9) — дабы возвещать совершенства Призвавшего вас из тьмы в чудный Свой Свет (1 Петр.2, 9)
См. также в других словарях:
ευήλατος — η, ο (Α εὐήλατος, ον) (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή έχει σφυρηλατηθεί καλά αρχ. 1. αυτός πάνω στον οποίο μπορεί κάποιος να ιππεύει ή να κινείται εύκολα (α. «λείαν καὶ εὐήλατον ὁδόν» β. «ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ πρῶτα οὐκ εὐήλατά… … Dictionary of Greek
ίσιος — α, ο (Μ ἴσιος, α, ο) 1. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύγραμμος, ευθύς 2. ομαλός, επίπεδος 3. (για πρόσ.) ευθύς στον χαρακτήρα, δίκαιος, ειλικρινής, ανυπόκριτος («δίκαιοι κι ίσιοι σ όλες των τες πράξεις», Καβάφ.) 4. φρ. «ο ίσιος… … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Λάο Τσε — (Lao tzu). Κινέζος φιλόσοφος, ο εισηγητής της σχολής του ταοϊσμού. Δεν είναι επιβεβαιωμένο ότι πρόκειται για ιστορικό πρόσωπο. Μεταφορικά, το όνομά του σημαίνει ηλικιωμένος άνθρωπος. Σύμφωνα με αρκετές πηγές έζησε από το 604 έως το 531 π.X.,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… … Dictionary of Greek